ὄμιλλος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
Aeolic for ὅμιλος.
Greek (Liddell-Scott)
ὄμιλλος: Αἰολ. = ὄμιλος, Χοιροβ. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2, 239, 244, 247, Ἐτυμολ. Μέγ. 658, 55.