ὑπερπερισσεύομαι

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monotonic

ὑπερπερισσεύομαι: μέλ. -σω, Μέσ., υπερπλεονάζω, υπεραφθονώ, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. σω
Mid. to abound more and more, NTest.