ὑποτίνω
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
pay, ὑποτεινέτω (sic) ζημίας JRS18.154 (Jerash, ii A. D.).
Greek Monolingual
και ὑποτείνω Α
πληρώνω, ανταποδίδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τίνω «πληρώνω, ανταποδίδω»].