πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
SourceGreek (Liddell-Scott)
ὑφαντουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ὑφαίνων, κατασκευάζων ὑφάσματα, τὸ «μῆνιν ὕφαινεν ἀπὸ τῶν ὑφαντουργῶν» Τζέτζ. Ἐξηγ. Ἰλ. σ. 65, 25.
German (Pape)
gewebte Arbeit machend, Tzetz.