ὤνθρωπε

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

German (Pape)

[Seite 1412] zsgzgn = ὦ ἄνθρωπε.

Greek (Liddell-Scott)

ὤνθρωπε: κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ ὦ ἄνθρωπε.

Greek Monotonic

ὤνθρωπε: Αττ. κράση αντί ὦ ἄνθρωπε· ὥνθρωπος, ὥνθρωποι, Ιων. κράση αντί ὁ ἄνθρωπος, οἱ ἄνθρωποι.