ὤνθρωπος

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὤνθρωπος: ὤνθρωποι, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ ὁ ἄνθρ-, οἱ ἄνθρ-, Ἡρόδ. 7. 11, 49.

Russian (Dvoretsky)

ὤνθρωπος: in crasi Her. = ὁ ἄνθρωπος.