ῥίκνωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, shrivelling of the skin, Hp.Epid.6.3.16.

German (Pape)

[Seite 843] ἡ, das Zusammenziehen, Krümmen, Runzeln, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίκνωσις: -εως, ἡ, συστολὴ τοῦ δέρματος, «ζάρωμα», Ἱππ. 1176Α, Γαλην.