εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
acc. sg. de ῥάξ.
ῥᾶγα: (Κῶδ. ῥάγα)· «ἀκμή, βία, ὁρμή, καὶ ἣν ἡμεῖς ῥῶγα θηλυκῶς, Ἀττικοὶ ῥᾶγα» Ἡσύχ.
ῥᾶγα: acc. к ῥάξ.