αμφιγενής: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(3)
(No difference)

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀμφιγενής, -ὲς (Μ)
αυτός που έχει αμφίβολο ή διπλό γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γενὴς < γένος].