ἀνεμόδαρτος: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(big3_4) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[desnudado por el viento]] Eust.1095.12. | |dgtxt=-ον [[desnudado por el viento]] Eust.1095.12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνεμόδαρτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δέρνεται από τους ανέμους, ο εκτεθειμένος στους ανέμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άνεμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δαρτός]] <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A stripped by the wind, Eust.1095.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμόδαρτος: -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου δερόμενος, φυτά... ἀνεμόδαρτα, τὰ ὁποῖα «δέρνει» ὁ ἄνεμος, «ἃ δηλαδὴ “πνοιαὶ δονέουσι παντοίων ἀνέμων”» (Ἰλ. Ρ. 55) Εὐστ. 1095. 12.
Spanish (DGE)
-ον desnudado por el viento Eust.1095.12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνεμόδαρτος, -ον)
εκείνος που δέρνεται από τους ανέμους, ο εκτεθειμένος στους ανέμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + δαρτός < δέρω.