ἀνυποχώρητος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(6_18)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυποχώρητος''': -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀνύπεικτος]].
|lstext='''ἀνυποχώρητος''': -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀνύπεικτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνυποχώρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν υποχωρεί, που δεν ενδίδει, [[ανένδοτος]].
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυποχώρητος Medium diacritics: ἀνυποχώρητος Low diacritics: ανυποχώρητος Capitals: ΑΝΥΠΟΧΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: anypochṓrētos Transliteration B: anypochōrētos Transliteration C: anypochoritos Beta Code: a)nupoxw/rhtos

English (LSJ)

   A gloss on ἀνύπεικτος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυποχώρητος: -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀνύπεικτος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνυποχώρητος, -ον)
αυτός που δεν υποχωρεί, που δεν ενδίδει, ανένδοτος.