ἀναπόδεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[inaceptable]] Sch.E.<i>Ph</i>.527. | |dgtxt=-ον [[inaceptable]] Sch.E.<i>Ph</i>.527. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀναπόδεκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έγινε [[αποδεκτός]], που απορρίφθηκε. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be received, Sch.E.Ph.527.
German (Pape)
[Seite 203] nicht aufzunehmen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόδεκτος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδεχθῇ, «πικρὰ καὶ ἀναπόδεκτα» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 527.
Spanish (DGE)
-ον inaceptable Sch.E.Ph.527.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναπόδεκτος, -ον)
αυτός που δεν έγινε αποδεκτός, που απορρίφθηκε.