ἀξιοπιστία: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[credibilidad]] ἡ γὰρ τῶν ποιημάτων χάρις ἀξιοπιστίαν τινὰ τοῖς λεγομένοις περιτίθησι Hipparch.1.1.7, ἔχειν ἀξιοπιστίαν Phld.<i>Rh</i>.p.85Aur., cf. D.S.1.23, Alex.<i>Fig</i>.1.17, Longin.16.2.<br /><b class="num">2</b> [[verosimilitud]] προορῶμαι τὴν μέλλουσαν ἀ. I.<i>BI</i> 1.627.<br /><b class="num">3</b> [[crédito]] en transacciones comerciales, Tat.<i>Orat</i>.25.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[credibilidad]] ἡ γὰρ τῶν ποιημάτων χάρις ἀξιοπιστίαν τινὰ τοῖς λεγομένοις περιτίθησι Hipparch.1.1.7, ἔχειν ἀξιοπιστίαν Phld.<i>Rh</i>.p.85Aur., cf. D.S.1.23, Alex.<i>Fig</i>.1.17, Longin.16.2.<br /><b class="num">2</b> [[verosimilitud]] προορῶμαι τὴν μέλλουσαν ἀ. I.<i>BI</i> 1.627.<br /><b class="num">3</b> [[crédito]] en transacciones comerciales, Tat.<i>Orat</i>.25.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀξιοπιστία]])<br />[[ιδιότητα]] του αξιόπιστου<br /><b>αρχ.</b><br />το να φαίνεται [[κάτι]] εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό.
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιοπιστία Medium diacritics: ἀξιοπιστία Low diacritics: αξιοπιστία Capitals: ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ
Transliteration A: axiopistía Transliteration B: axiopistia Transliteration C: aksiopistia Beta Code: a)ciopisti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A trustworthiness, Hipparch.1.1.7, Phld.Rh.1.45S., D.S.1.23, Longin. 16.2, etc.    2 plausibility, J.BJ1.32.2; credibility, Alex.Fig.1.17.

German (Pape)

[Seite 270] ἡ, Glaubwürdigkeit, D. Sic. 1, 23; Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοπιστία: ἡ, τὸ εἶναί τινα ἀξιόπιστον, Διόδ. 1. 23. 2) τὸ φαίνεσθαι ἀξιόπιστον, τὸ εὐλογοφανές, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 credibilidad ἡ γὰρ τῶν ποιημάτων χάρις ἀξιοπιστίαν τινὰ τοῖς λεγομένοις περιτίθησι Hipparch.1.1.7, ἔχειν ἀξιοπιστίαν Phld.Rh.p.85Aur., cf. D.S.1.23, Alex.Fig.1.17, Longin.16.2.
2 verosimilitud προορῶμαι τὴν μέλλουσαν ἀ. I.BI 1.627.
3 crédito en transacciones comerciales, Tat.Orat.25.

Greek Monolingual

η (Α ἀξιοπιστία)
ιδιότητα του αξιόπιστου
αρχ.
το να φαίνεται κάτι εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό.