αρνίλα: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(No difference)
|
(6) |
(No difference)
|
η
η μυρωδιά του αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αρνί + -ίλα (κατάλ. ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν συνήθως άσκημη μυρωδιά
πρβλ. ξινίλα, ποδαρίλα, ψαρίλα κ.ά.)].