αρνίλα

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

η
η μυρωδιά του αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αρνί + -ίλα (κατάλ. ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν συνήθως άσκημη μυρωδιά
πρβλ. ξινίλα, ποδαρίλα, ψαρίλα κ.ά.)].