ἀταλαιπώρητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(big3_7) |
(6) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que es sin esfuerzo]], [[libre de molestias]], [[fácil]] κατεργασία τῆς τροφῆς Sor.100.27, [[βίος]] Chrys.M.62.295.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[miserablemente]] κἀκεῖ μετὰ νεκρῶν ἀ. κατοικήσομαι Sch.E.<i>Hec</i>.204D., cf. Hsch.s.u. ἀνοίκτως. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que es sin esfuerzo]], [[libre de molestias]], [[fácil]] κατεργασία τῆς τροφῆς Sor.100.27, [[βίος]] Chrys.M.62.295.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[miserablemente]] κἀκεῖ μετὰ νεκρῶν ἀ. κατοικήσομαι Sch.E.<i>Hec</i>.204D., cf. Hsch.s.u. ἀνοίκτως. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀταλαιπώρητος]], -ον)<br />ο [[δίχως]] ταλαιπωρίες και στενοχώριες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξεκούραστος]]<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] εντατική [[προσπάθεια]], [[αβασάνιστος]], [[επιπόλαιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 383] dasselbe, Schol. Ar. Th. 1081.
Spanish (DGE)
-ον
1 que es sin esfuerzo, libre de molestias, fácil κατεργασία τῆς τροφῆς Sor.100.27, βίος Chrys.M.62.295.
2 adv. -ως miserablemente κἀκεῖ μετὰ νεκρῶν ἀ. κατοικήσομαι Sch.E.Hec.204D., cf. Hsch.s.u. ἀνοίκτως.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀταλαιπώρητος, -ον)
ο δίχως ταλαιπωρίες και στενοχώριες
νεοελλ.
1. ξεκούραστος
2. ο χωρίς εντατική προσπάθεια, αβασάνιστος, επιπόλαιος.