αιγίλιψ: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:22, 29 September 2017
Greek Monolingual
αἰγίλιψ (-ιπος), ο, η (Α)
τόπος όπου δεν σκαρφαλώνουν ούτε κατσίκια, επομένως απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. από αἰγι- (< αἴξ, αἰγὸς) και -λιψ. Το β' συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ ρίζα leip, που σημαίνει («αλείφω» και) «σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι» — πρβλ. λ.χ. λιθ., lipti «σκαρφαλώνω», ελλην. «ἄ-λιψ πέτρα» Ησύχ., όπου ἄλιψ κυριολεκτικά σημαίνει τον «αναρρίχητο, που δεν μπορεί κανείς να ανεβεί επάνω»].