ἀλληλογραφία: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(big3_3)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[composición dialogada]] Eust.55.40.
|dgtxt=-ας, ἡ [[composición dialogada]] Eust.55.40.
}}
{{grml
|mltxt=η (Μ [[ἀλληλογραφία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταλλαγή]] επιστολών ή εγγράφων, έγγραφη [[ανταπόκριση]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών επιστολών ή εγγράφων που ανταλλάχθηκαν με κάποιον<br /><b>μσν.</b><br />(στους ποιητές) η [[στιχομυθία]]<br />«λόγοι ἀμοιβαῖοι παρὰ τοῖς ποιηταῖς, ἐν οἷς τὰ πρόσωπα στοιχηρῶς ἢ καὶ [[ἄλλως]] συντομώτερον πρὸς ἄλληλα φθέγγονται, [[ὅπερ]] καὶ [[ἀλληλογραφία]] λέγεται» (Ευστάθιος 55, 39).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλογράφος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]])].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλληλογραφία Medium diacritics: ἀλληλογραφία Low diacritics: αλληλογραφία Capitals: ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: allēlographía Transliteration B: allēlographia Transliteration C: allilografia Beta Code: a)llhlografi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A writing of amoebaean poems, Eust. 55.39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλογραφία: ἡ, γραφὴ ἀμοιβαίων ᾠδῶν ἢ λόγων, «λόγοι ἀμοιβαῖοι παρὰ τοῖς ποιηταῖς, ἐν οἷς τὰ πρόσωπα στιχηρῶς ἢ καὶ ἄλλως συντομώτερον πρὸς ἄλληλα φθέγγονται, ὅπερ καὶ ἀλληλογραφία λέγεται», Εὐστάθ. 55. 39.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ composición dialogada Eust.55.40.

Greek Monolingual

η (Μ ἀλληλογραφία)
νεοελλ.
1. ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων, έγγραφη ανταπόκριση
2. το σύνολο τών επιστολών ή εγγράφων που ανταλλάχθηκαν με κάποιον
μσν.
(στους ποιητές) η στιχομυθία
«λόγοι ἀμοιβαῖοι παρὰ τοῖς ποιηταῖς, ἐν οἷς τὰ πρόσωπα στοιχηρῶς ἢ καὶ ἄλλως συντομώτερον πρὸς ἄλληλα φθέγγονται, ὅπερ καὶ ἀλληλογραφία λέγεται» (Ευστάθιος 55, 39).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλογράφος < ἀλληλο- + -γράφος (< γράφω)].