ἀνάρδευτος: Difference between revisions
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
(6_16) |
(4) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάρδευτος''': -ον, [[ἀπότιστος]], [[ξηρός]], Κύριλλ. εἰς Ἀβακ. 3, σ. 565. | |lstext='''ἀνάρδευτος''': -ον, [[ἀπότιστος]], [[ξηρός]], Κύριλλ. εἰς Ἀβακ. 3, σ. 565. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[carente de agua]], [[no regado]] γῆ Cyr.Al.M.71.924C. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρδευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν αρδεύθηκε, ο [[απότιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να ποτιστεί. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:23, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 205] unbenetzt, trocken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρδευτος: -ον, ἀπότιστος, ξηρός, Κύριλλ. εἰς Ἀβακ. 3, σ. 565.
Spanish (DGE)
carente de agua, no regado γῆ Cyr.Al.M.71.924C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάρδευτος, -ον)
αυτός που δεν αρδεύθηκε, ο απότιστος
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να ποτιστεί.