απότιστος

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπότιστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ποτιστεί
2. αυτός που δεν έχει πιει νερό.