ἀνάρδευτος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
German (Pape)
[Seite 205] unbenetzt, trocken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρδευτος: -ον, ἀπότιστος, ξηρός, Κύριλλ. εἰς Ἀβακ. 3, σ. 565.
Spanish (DGE)
carente de agua, no regado γῆ Cyr.Al.M.71.924C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάρδευτος, -ον)
αυτός που δεν αρδεύθηκε, ο απότιστος
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να ποτιστεί.