βατιάκη: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βᾰτιάκη) -ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. batioca</i> Plaut.<i>St</i>.694<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />cierta [[copa de procedencia persa fabricada en metales preciosos]] ἐν τοῖς Δαρείου ποτηρίοις βατιάκας εἶναί τινας Arist.<i>Mir</i>.834<sup>a</sup>4, cf. <i>IG</i> 11(2).137.10 (Delos IV a.C.), Alexander en Ath.784a, Diph.81.1, <i>PCair.Zen</i>.120.7 (III a.C.), Plaut.l.c., Poll.6.96.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá prést. del iran., cf. pers. <i>bādiyah</i> < *<i>bātiaka</i>-. | |dgtxt=(βᾰτιάκη) -ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. batioca</i> Plaut.<i>St</i>.694<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />cierta [[copa de procedencia persa fabricada en metales preciosos]] ἐν τοῖς Δαρείου ποτηρίοις βατιάκας εἶναί τινας Arist.<i>Mir</i>.834<sup>a</sup>4, cf. <i>IG</i> 11(2).137.10 (Delos IV a.C.), Alexander en Ath.784a, Diph.81.1, <i>PCair.Zen</i>.120.7 (III a.C.), Plaut.l.c., Poll.6.96.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá prést. del iran., cf. pers. <i>bādiyah</i> < *<i>bātiaka</i>-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βατιάκη]], η (Α)<br />[[κούπα]] ρηχή και πλατύστομη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως, εάν ληφθεί υπ' όψιν η [[πληροφορία]] του Αθήναιου (11, 784 α) ότι η <i>Βατιάκη</i> [[είναι]] περσική [[φιάλη]]. Ο τ. συνδέθηκε με περσ. <i>b</i><i>ā</i><i>diyah</i>, με [[βάση]] ένα αρχ. <i>b</i><i>ā</i><i>tiaka</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰκ], ἡ, a kind of
A cup, Diph.80; β. χρυσαῖ, χαλκαῖ, Alexandr. Epist. ap. Ath.11.784a, Arist.Mir.834a4, IG11(2).137 (Delos, iv B. C.):—Dim. βᾰτῐάκιον, τό, dub. in Philem.87, cf. IG11.199B8 (Delos, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 439] ἡ, ein Trinkgeschirr, Diphil. bei Ath. XI, 484 e, vgl. 784 a, persisch; Arist. Mirab. ausc. 39.
Greek (Liddell-Scott)
βατιάκη: ἡ, εἶδος ποτηρίου, Δίφιλ. Τιθρ. 1· β. χρυσαῖ, χαλκαῖ, Ἀριστ. Θαυμασ. 49· -ὑποκορ. βατιάκιον, τό, ἀμφ. ἐν Φιλήμ. Χηρ.1.
Spanish (DGE)
(βᾰτιάκη) -ης, ἡ
• Alolema(s): lat. batioca Plaut.St.694
• Prosodia: [-ᾰ-]
cierta copa de procedencia persa fabricada en metales preciosos ἐν τοῖς Δαρείου ποτηρίοις βατιάκας εἶναί τινας Arist.Mir.834a4, cf. IG 11(2).137.10 (Delos IV a.C.), Alexander en Ath.784a, Diph.81.1, PCair.Zen.120.7 (III a.C.), Plaut.l.c., Poll.6.96.
• Etimología: Quizá prést. del iran., cf. pers. bādiyah < *bātiaka-.
Greek Monolingual
βατιάκη, η (Α)
κούπα ρηχή και πλατύστομη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως, εάν ληφθεί υπ' όψιν η πληροφορία του Αθήναιου (11, 784 α) ότι η Βατιάκη είναι περσική φιάλη. Ο τ. συνδέθηκε με περσ. bādiyah, με βάση ένα αρχ. bātiaka-].