ἀνθρωπόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(big3_4)
(4)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que habla como un hombre]]del loro, Arist.<i>HA</i> 597<sup>b</sup>27.
|dgtxt=-ον<br />[[que habla como un hombre]]del loro, Arist.<i>HA</i> 597<sup>b</sup>27.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρωπόγλωσσος]], -ον (Α)<br />(για τον παπαγάλο) αυτός που μιλά σαν [[άνθρωπος]], που έχει ανθρώπινη [[λαλιά]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπόγλωσσος Medium diacritics: ἀνθρωπόγλωσσος Low diacritics: ανθρωπόγλωσσος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: anthrōpóglōssos Transliteration B: anthrōpoglōssos Transliteration C: anthropoglossos Beta Code: a)nqrwpo/glwssos

English (LSJ)

Att. ἀνθρωπόγλωττος, ον,

   A speaking man's language, of the parrot, Arist.HA597b27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπόγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ ὁμιλῶν ὡς ἄνθρωπος, ἐπὶ τοῦ ψιττακοῦ, τὸ Ἰνδικὸν ὄρνεονψιττάκη, τὸ λεγόμενον ἀνθρωπόγλωττον Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 12, 13.

Spanish (DGE)

-ον
que habla como un hombredel loro, Arist.HA 597b27.

Greek Monolingual

ἀνθρωπόγλωσσος, -ον (Α)
(για τον παπαγάλο) αυτός που μιλά σαν άνθρωπος, που έχει ανθρώπινη λαλιά.