ἀνάφανσις: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6_11) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάφανσις''': ἡ, τὸ ἀναφαίνεσθαι, «ὑπερέθετο τὸ [[ἔργον]] εἰς ἀνάφανσιν ἔαρος» Νικήτ. Χρον. σ. 255. | |lstext='''ἀνάφανσις''': ἡ, τὸ ἀναφαίνεσθαι, «ὑπερέθετο τὸ [[ἔργον]] εἰς ἀνάφανσιν ἔαρος» Νικήτ. Χρον. σ. 255. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνάφανσις]], ἡ (ΜΑ [[ἀναφαίνω]]<br />[[επανεμφάνιση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A appearance, Anon.in Ptol.Tetr.5. II v. ᾰμφανσις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάφανσις: ἡ, τὸ ἀναφαίνεσθαι, «ὑπερέθετο τὸ ἔργον εἰς ἀνάφανσιν ἔαρος» Νικήτ. Χρον. σ. 255.
Greek Monolingual
ἀνάφανσις, ἡ (ΜΑ ἀναφαίνω
επανεμφάνιση.