ἀναφαίνω
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
poet. ἀμφαίνω: fut. ἀναφᾰνῶ, but
A ἀναφᾱνῶ E.Ba.528 codd. (ἀναφαίνω Herm.): aor. ἀνέφηνα, Hellenistic ἀνέφᾱνα: pf. ἀναπέφηνα late, Ps.-Luc.Philopatr.3:—cause to give light, make to blaze up, ξύλα, δαΐδας Od.18.310.
2 bring to light, produce, ὄφιας Hdt.4. 105.
b show forth, make known, display, θεοπροπίας, ἀρετήν, ἐπεσβολίας, Il.1.87, 20.411, Od.4.159; πραπίδων καρπόν Pi.Fr.211; κἀνέφηνεν οὐ δεδειγμένα S.Fr.432.7; ἀ. θυσίας E.IT466; ὀργάν Id.Ba. 538; ἄστρα X.Mem.4.3.4; ἡμέρᾳ καὶ ἡλίῳ.. χάριν οἶδα ὅτι μοι Κλεινίαν ἀ. Id.Smp.4.12; rarely of sound, βοὰν ἀμφαίνω = send forth a loud cry, A. Supp.829; ἀ. μελέων νόμους Ar.Av.745:—in Med., νίκαν ἀνεφάνατο Pi.I.4(3).71.
3 proclaim, declare, βασιλέα ἀ. τινά Id.P.4.62; νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν ib.9.73, cf. N.9.12: c. part., τοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας ἀ. Pl.Criti.108c: c. inf., ἀναφαίνω σε τόδε.. ὀνομάζειν I proclaim that they call thee by this name, E.Ba.528:—Med., in Dor. form ἀμφαίνω, adopt as one's son, Leg.Gort.10.34, al.
b of things, appoint, institute, ὃς τελετὰς ἀνέφηνε καὶ ὄργια IG3.713, cf. Marm.Par.28; νῆσον ἀ. τινὶ οἰκεῖν Philostr.Her.19.16.
4 ἀναφάναντες τὴν Κύπρον having sighted.., Act.Ap.21.3.
II Pass., fut. ἀναφᾰνήσομαι Ar.Eq.950, Pl.Prm.132a, al.; but also ἀναφανοῦμαι Id.Plt.289c: pf. ἀναπέφασμαι, but ἀναπέφηνα Hdt. (v. infr.), etc.: aor. ἀνεφᾰνην Ar.V.124:—to be shown forth, appear plainly, ἀναφαίνεται ἀστήρ Il.11.62; ἀ. αἰπὺς ὄλεθρος ib.174; τῇ δεκάτῃ.. ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα Od.10.29; τὸ Δέλτα ἐστὶ νεωστὶ ἀναπεφηνός Hdt.2.15, cf. S.OC1222 (lyr.), etc.; ἀ. ὁ βλάπτων A.Ch.328.
b reappear, Hdt.4.195; of rivers which flow underground, Id.6.76, 7.30; simply, spring up, ib.198.
2 ἀναφανῆναι μούναρχος to be declared king, Id.3.82; στρατηγὸς ἀ. Pl.Ion 541e; κλέπτης τις ὁ δίκαιος.. ἀναπέφανται proved to be.., Id.R.334a, cf. Smp.185a; ἀ. λογογράφος ἐκ τριηράρχου = from a sea-captain to come out a romancer, Aeschin. 3.173:—also c. part., ἀναπέφανται ὢν ἀγαθός Pl.R. 350c; ἀναφαίνεσθαι ἔχων, σεσωσμένοι, to be seen or be found to have, to be plainly in safety, etc., Id.Sph.233c, X.Cyr.3.2.15, etc.
III the Act. intr. in later Greek, ἀνέφαινεν ἕσπερος Musae.111 (v.l.), cf. Hld.5.22:—ἀναφῆναι is prob.f.l. for ἀναφανῆναι in Hdt.1.165.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀμφαίνω h.Merc.16, Pi.P.4.62
• Grafía: graf. cret. ἀμπαίνω, ἀνπαίνω
• Morfología: pres. inf. med. cret. ἀμπαίνεθαι ICr.4.72.10.34, id. imperat. ἀμπαινέθθο ICr.4.72.11.18 (Gortina V a.C.); fut. inf. act. ἀμφανέειν h.Merc.16, ind. med. ἀναφανεῖται Pl.Plt.289c, pas. intr. ἀναφανήσομαι Ar.Eq.950, Pl.Prm.132a; aor. sigm. ind. act. dór. ἄμφᾱνεν Pi.P.4.62, beoc. ἀνέφᾱνεν Corinn.1.1.24, med. ἀνεφάνατο Pi.I.4.71, part. med. cret. ἀμπανάμενος ICr.4.72.10.37 (Gortina V a.C.), ἀνπανάμενος ICr.4.72.11.5 (Gortina V a.C.), aor. med.-pas. intr. ἀνεφάνην Ar.V.124, inf. ἀναφανῆναι Hdt.1.165; perf. ind. act. ἀναπέφηνα Luc.Philopatr.3, DDeor.4.1, part. ἀναπεφηνώς Hdt.2.15, ind. med. ἀναπέφανται Pl.R.334a
A tr.
I 1c. suj. no humano, de los astros iluminar, dejar ver ἡμέρᾳ καὶ ἡλίῳ ... χάριν οἶδα ὅτι μοι Κλεινίαν ἀναφαίνουσιν X.Smp.4.12, de los dioses ἄστρα X.Mem.4.3.4.
2 tard. c. suj. humano avistar τὴν Κύπρον Act.Ap.21.3.
II c. suj. humano o divino
1 c. compl. de cosas que arden prender, encender ξύλα Od.18.310 θυσίας A.A.101, E.IT 466.
2 c. compl. de acciones, rasgos de carácter, etc. mostrar, descubrir, exhibir ποδῶν ἀρετήν Il.20.411, κλυτὰ ἔργα h.Merc.16, ἐσθλά Xenoph.1.19, cf. Antipho Soph.B 58, πραπίδων καρπόν Pi.Fr.211, κἀνέφηνεν οὐ δεδειγμένα S.Fr.432.7, ἄταν E.HF 918, ὀργὰν E.Ba.538.
3 c. compl. de manifestaciones orales, sobre todo de oráculos, etc. emitir, entonar, pronunciar θεοπροπίας Il.1.87, ἐπεσβολίας Od.4.159, βοάν (cj. βοᾶν Page), A.Supp.829, μελέων Πανὶ νόμους Ar.Au.745, tb. c. adv. Φοῖβος γὰρ περὶ τῶν ὧδ' ἀνέφηνε πόλει Tyrt.3.12 o inf. ἀναφαίνω σε τόδ' ... Θήβαις ὀνομάζειν te revelo a Tebas ... para que te invoque con este nombre E.Ba.528, cf. ἀναφαίνειν· λέγειν Hsch.
4 c. compl. de cosas reveladas, ordenadas instituir τὰ μυστήρια Marm.Par.A 15, τελετὰς ... καὶ ὄργια IG 22.3639.3 (II d.C.)
•prescribir, ordenar τὸ πένθος ... τοῖς πολλοῖς Plb.15.25.4, tb. c. inf. τὴν Λευκὴν νῆσον ... ἀνέφηνεν Ἀχιλλεῖ καὶ Ἑλένῃ οἰκεῖν Philostr.Her.19.16.
5 c. compl. de pers. (tb. fig.) y construcción predicativa proclamar σε βασιλέ' ἄμφανεν Pi.P.4.62, τοὺς παλαιοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας Pl.Criti.108c
•en v. pas. ser proclamado μούναρχος Hdt.3.82, στρατηγός Pl.Io 541e
•c. un solo ac. en cont. agonales, de pers. proclamar como vencedor νιν Corinn.1.1.24, tb. de ciudad Κυράναν Pi.P.9.73, πόλιν Pi.N.9.12
•en v. med. ἀνεφάνατο νίκαν proclamó la victoria Pi.I.3.89.
6 cret. en v. med. adoptar como hijo ICr.4.72.10.34, 11.37 (Gortina V a.C.), ὁ ἀμπανάμενος el adoptante, ICr.4.72.10.37, cf. 11.5.
III producir, alumbrar de la tierra ὄφιας ... πολλοὺς ... ἡ χώρη ἀνέφαινε Hdt.4.105.
B intr. (en v. med., aor. y fut. con -η-, perf. rad.)
I 1aparecer, mostrarse, presentarse, llegar ἀστήρ Il.11.62, ὄλεθρος Il.11.174, ἄτη Sol.1.75, cf. Thgn.231, ὁ βλάπτων A.Ch.328, Μοῖρα S.OC 1222, ὁ δ' ἀνεφάνη κνεφαῖος Ar.V.124, cf. Eq.950, Th.4.36, ἄλλο ἄρα εἶδος μεγέθους Pl.Prm.132a, διὰ τὴν παράλογον ... σωτηρίαν ἀναφανεῖσαν I.AI 2.339, κριὸν ἐξαίφνης ἀναφανῆναι I.AI 7.333, ἀκάτιον Hld.5.22.8
•aparecer, verse, divisarse πατρὶς ἄρουρα Od.10.29, κάρτος δ' ἀνεφαίνετο ἔργων Hes.Th.710
•formarse τό γε Δέλτα ... ἐστὶ ... νεωστὶ ... ἀναπεφηνός Hdt.2.15
•de ríos nacer, brotar Hdt.7.198.
2 c. pred. resultar ser, aparecer como κλέπτης ἄρα τις ὁ δίκαιος ... ἀναπέφανται Pl.R.334a, cf. Smp.185a, ἐκ τριηράρχου λογογράφος Aeschin.3.173
•c. part. ὁ ... δίκαιος ἡμῖν ἀναπέφανται ὢν ἀγαθός τε καὶ σοφός Pl.R.350c, δοξαστικὴν ... ἐπιστήμην ὁ σοφιστὴς ἡμῖν ἀλλ' οὐκ ἀλήθειαν ἔχων ἀναπέφανται Pl.Sph.233c, ἀναφαινόμεθα σεσωσμένοι X.Cyr.3.2.15.
II reaparecer de lo que cae en un lago ὑπὸ γῆν ἰὸν ἀναφαίνεται ἐν τῇ θαλάσσῃ Hdt.4.195, de corrientes subterráneas, Hdt.6.76, 7.30, Plb.10.48.7.
German (Pape)
[Seite 212] aufleuchten lassen oder auflodern lassen, Od. 18, 310; gew. übtr., an den Tag bringen, offenbaren, kundmachen, θεοπροπίας Il. 1, 87; Ὀδυσσέα Od. 4, 254, entdecken, daß es Odysseus sei; ποδῶν ἀρετήν Il. 20, 411; ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν ἄντα σέθεν Od. 4, 159; oft bei Pind., βασιλέα, Κυράναν, πόλιν, preisen, P. 4, 62. 9, 75 N. 9, 12; Aesch. βοάν, erheben, Suppl. 809; Eur. Bacch. 530 ἀναφαίνει χθόνιον γένος ἐκφύς τε δράκοντός ποτε Πενθεύς, er zeigt das Erdgeschlecht, und daß er einst aus einem Drachen entsproß; auch sonst mit partic., τοὺς παλαιοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας ἀναφ. Plat. Critia 108 c; aor. I. med. bei Pind. I. 3, 89 ἀνεφήνατο νίκας, in derselben Bdtg. – Pass. (mit dem aor. ἀνεφάνην, u. fut. pass., κακὸν ἀναφανησόμενον Antiph. 1, 13; oft bei Plat.; doch auch fut. med., Polit. 289 c Legg. V, 744 a), sichtbar werden, sich zeigen, erscheinen, ἐκ νεφέων – ἀστήρ Il. 11, 62; πατρὶς ἄρουρα Od. 10, 29; ὄλεθρος Il. 17, 244; ἀνεφάνη μούναρχος, er wurde plötzlich, zeigte sich als Alleinherrscher, Her. 3, 82; vgl. 1, 36; ἀνεφάνη δεσπότης Plat. Gorg. 484 a. Vom act. kommt der aor. I. in intrans. Bdtg vor, Her. 1, 165 πρὶν τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφῆναι, ehe diese Masse zum Vorschein käme (richtiger wohl als transit. zu nehmen); Mus. 111 u. Sp.; u. nur so perf. II. ἀναπέφηνα, Soph. O. C. 1225; Her. 2, 15; Xen. Cyr. 3, 2, 7 Hell. 3, 5, 8; κονιορτὸς ἀναπέφηνε, wird so genannt, Anaxandr. Ath. VI, 242 d; Plat. aber κλέπτης τις ὁ δίκαιος ἀναπέφανται, mit hervortretender passiv. Beziehung, Rep. I, 334 a.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναφανῶ, ao. ἀνέφηνα, etc.
A. tr. I. faire briller : δαΐδας OD allumer des flambeaux ; ἄστρα XÉN faire briller les étoiles;
II. faire paraître :
1 produire à la lumière, produire : ὄφιας HDT des serpents;
2 faire voir, montrer : ποδῶν ἀρετήν IL son agilité;
3 faire entendre : ἐπεσβολίας OD des paroles irréfléchies;
4 expliquer : θεοπροπίας IL des oracles;
5 proclamer, déclarer : ἃς ὁ παρ' ἡμῖν νόμος οὐχ ὁσίας ἀναφαίνει EUR que l'usage établi chez nous déclare impies;
B. (intr. au pf. ἀναπέφηνα) se produire au jour, se montrer : νεωστὶ ἀναπεφηνός HDT (alluvion) de formation récente (le Delta) ; θύων ἀναπέφηνα XÉN on m'a vu offrir des sacrifices;
Moy. ἀναφαίνομαι (f. ἀναφανοῦμαι et ἀναφανήσομαι, etc.);
briller : ἀναφαίνεται ἀστήρ IL l'astre apparaît brillant ; fig. ἀναφαίνεται ὄλεθρος IL la perte apparaît certaine ; νῦν ἀναφαινόμεθα σεσωσμένοι XÉN il est évident que maintenant nous sommes sauvés.
Étymologie: ἀνά, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφαίνω: поэт. ἀμφαίνω (fut. ἀναφᾰνῶ и ἀναφᾱνῶ, aor. ἀνέφηνα)
1 зажигать (ξύλα Hom.; ἄστρα ἐν τῇ νυκτί Xen.);
2 показывать, обнаруживать (ποδῶν ἀρετήν Hom.); pass. показываться, появляться (ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα Hom.) или быть очевидным: ἀναφαινόμεθα σεσωσμένοι Xen. ясно, что мы спасены;
3 открывать, разъяснять (θεοπροπίας Δαναοῖσι Hom.; οὐ δεδειγμένα Soph.): ἀναφανέντες τὴν Κύπρον NT когда (мы) завидели Кипр, т. е. когда показался Кипр;
4 произносить (ἐπεσβολίας Hom.);
5 издавать (βοάν Aesch.);
6 провозглашать, объявлять (τινά τινα Pind., Eur., Plat.);
7 порождать, рождать, производить (ὄφιας πολλούς Her.);
8 появляться, являться: νεωστὶ ἀναπεφηνός Her. недавно возникший; οὐ θύων τισὶ καινοῖς δαίμοσιν ἀναπέφηνα Xen., никто не видел, чтобы я приносил жертвы новым богам;
9 прославлять, возвеличивать (πόλιν ἁμίλλαις Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφαίνω: ποιητ. ἀμφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, ἀλλὰ φᾱνῶ (ἀναφαίνω, Ναύκιος), Εὐρ. Βάκχ. 529, ἴδε Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 300: ἀόρ. ἀνέφηνα ἢ -έφᾱνα: (ἴδε φαίνω). Κάμνω τι νὰ δώσῃ φῶς, κάμνω τι νὰ ἀναλάμψῃ, νὰ δώσῃ φλόγα, ἀμοιβηδὶς δ’ ἀνέφαινον δμωαὶ Ὀδ. Σ. 310. 2) γεννῶ, παράγω, ὄφιας γάρ σφι πολλοὺς μὲν ἡ χώρη ἀνέφαινε Ἡρόδ. 4. 105. β) ἐπιδείκνυμι, καθιστῶ τι γνωστόν, φανερώνω τι, θεοπροπίας, ἀρετήν, ἐπεσβολίας Ἰλ. Α. 87, Υ. 411, Ὀδ. Δ. 159. Πίνδ. καὶ Ἀττ., κἀνέφηνεν οὐ δεδειγμένα Σοφ. Ἀποσπ. 379. 8· ἀν. θυσίας Εὐρ. Ι. Τ. 466· ὀργὰν ὁ αὐτ. Βάκχ. 538· ἄστρα Ξεν. Ἀπομ. 4. 3, 4· ἡμέρᾳ δὲ καὶ ἡλίῳ... χάριν οἶδα, ὅτι μοι Κλεινίαν ἀν. ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 12· σπανίως ἐπὶ ἤχου, βοὰν ἀμφ., ἐκπέμπω ἰσχυρὰν κραυγήν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 829· ἀν. μελέων νόμους Ἀριστοφ. Ὄρν. 745: ― Μέσ., νίκαν ἀνεφάνατο Πίνδ. Ι. 4 (3). 119. 3) καθίστημι, ἀνακηρύττω, ἀναγορεύω, βασιλέα ἀν. τινὰ Πινδ. Π. 4. 110· ἀν. πόλιν, ἀνακηρύττω τὴν πόλιν νικήτριαν ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ὁ αὐτ. Π. 9. 122, Ν. 9. 29· μετὰ μετοχ., τοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας ἀν. Πλάτ. Κριτί. 108C, πρβλ. Λυσίαν 127. 21: ― μετ’ ἀπαρεμφ., ἀναφανῶ σε τόδε... ὀνομάζειν, θὰ ἀνακηρύξω (ὅ ἐ. θὰ διατάξω) νὰ σε ὀνομάζωσιν (εἰς τὸ ἑξῆς) διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος, Εὐρ. Βάκχ. 529. β) ἐπὶ πραγμ., ὁρίζω, ἱδρύω, ὃς τελετὰς ἀνέφαινε καὶ ὄργια Συλλ. Ἐπιγρ. 401, πρβλ. Χρον. Πάρ. αὐτόθι 2374. 28· Πανὶ νόμους ἀν. Ἀριστοφ. Ὄρν. 745· νῆσον ἀν. τινὶ οἰκεῖν Φιλόστρ. 746. 4) καθιστῶ τινα ἔνδοξον, Πινδ. Ν. 9. 29. 5) ἀναφάναντες δὲ τὴν Κύπρον... ἐπλέομεν εἰς Συρίαν, ἀναφανείσης ἡμῖν τῆς Κύπρου… ἐπλέομεν, κτλ., Πράξ. Ἀπ. καϳ, 3· οὕτως, aperitur Apollo ἐν Οὐεργ. Αἰν. 3. 275. ΙΙ. παθ., μετὰ μεσ. μέλλ. ἀναφᾰνήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 950, Σφ. 124, Πλάτ., ἀλλὰ καὶ ἀναφανοῦμαι ὁ αὐτ. Πολιτικ. 289C: πρκμ. ἀναπέφᾰσμαι, ἀλλὰ καὶ ἀναπέφηνα Ἡρόδ., κτλ.: δείκνυμαι, ἔρχομαι εἰς φῶς, γίνομαι ὁρατός, φαίνομαι ἐναργῶς, ἀναφαίνεται ἀστὴρ Ἰλ. Λ. 62· ἀν. αἰπὺς ὄλεθρος αὐτόθι 174· τῇ δεκάτῃ... ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα Ὀδ. Κ. 29· οὕτω, τὸ Δέλτα ἐστὶ νεωστὶ ἀναπεφηνὸς Ἡρόδ. 2. 15, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1222, κτλ.· ἀν. ὁ βλάπτων Αἰσχύλ. Χο. 329. β) ἐκ νέου φαίνομαι, Ἡρόδ. 6. 76., 7. 30, 198. 2) ἀναφανῆναι μούναρχος, ἀνακηρυχθῆναι βασιλεύς, ὁ αὐτ. 3. 82· στρατηγὸς ἀν. Πλάτ. Ἴων 541E· κλέπτης τις ὁ δίκαιος… ἀναπέφανται, ἔχει ἀποδειχθῇ ὅτι εἶναι.., ὁ αὐτ. Πολ. 334A, πρβλ. Συμπ. 185Α, Ρήτορ., ἀν. λογογράφος ἐκ τριηράρχου Αἰσχίν. 78. 26: ― ὡσαύτως μετὰ μετοχ., ἀναπέφανται ὢν ἀγαθὸς Πλάτ. Πολ. 334A· ἀλλ’ οὐκ ἀλήθειαν ἔχων ἀναπέφανται Πλάτ. Σοφ. 233C, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 15, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κεῖται ἀμετάβ. παρὰ μεταγεν. συγγραφ. ὡς ἀνέφαινεν ἕσπερος Μουσαῖ. 111, πρβλ. Κοραῆ Ἡλιόδ. 2. σελ. 187: - παρϳ Ἡροδ. 1. 165· πρὶν ἢ τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφῆναι, τινὲς μὲν διορθοῦσιν ἀναφανῆναι, τινὲς δὲ ἀποφεύγουσι τὴν δυσκολίαν μεταφράζοντες, «πρὶν ἢ αὐτοὶ ἀνενέγκωσι τὸν μύδρον εἰς φῶς», ἀλλ’ ἡ ἑρμηνεία αὕτη φαίνεταί πως βεβιασμένη· ὁ Ἡσύχ. ἔχει, «ἀναφῆναι, φανερῶσαι».
English (Autenrieth)
aor. inf. ἀναφῆναι: I. act., make to shine or appear, show, exhibit; ἀμοιβηδὶς δ' ἀνέφαινον, i. e. they made the torch-wood blaze up to give light, Od. 18.310 ; Ὀδυσῆα μετὰ Τρώεσσ' ἀναφῆναι, ‘reveal his presence,’ Od. 4.254.—II. mid., appear.
English (Slater)
English (Strong)
from ἀνά and φαίνω; to show, i.e. (reflexively) appear, or (passively) to have pointed out: (should) appear, discover.
English (Thayer)
1st aorist ἀνεφανα, Doric for the more common ἀνεφηνα (R T WH (with Erasm., Stephanus Thesaurus, Mill); cf. Passow, p. 2199; (Veitch, and Liddell and Scott, under the word φαίνω; Winer's Grammar, 89 (85); Buttmann, 41 (35)); see ἐπιφαίνω); passive (present ἀναφαίνομαι); 2nd aorist ἀνεφανην; (from Homer down); to bring to light, hold up to view, show; passive to appear, be made apparent: ἀναφανέντες τήν τήν Κύπρον having sighted Cyprus, for ἀναφανεισης ἡμῖν τῆς Κύπρου, Buttmann, 190 (164); Winer's Grammar, § 39,1a., p. 260 (244); here Rst T WH (see above) read ἀναφάναντες ... τήν Κύπρον after we had rendered Cyprus visible (to us); (R. V. had come in sight of Cyprus.).
Greek Monolingual
(AM ἀναφαίνω, -ομαι)
προβάλλω, παρουσιάζομαι, έρχομαι στο φως
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. κάνω κάτι να δώσει φλόγα, να λάμψει
2. γεννώ, παράγω
3. φανερώνω, καθιστώ γνωστό
4. ανακηρύσσω, αναγορεύω
5. ορίζω, ιδρύω
II. (μέσ., -ομαι)
1. φαίνομαι πάλι
2. ανακηρύσσομαι
3. αποδεικνύομαι.
Greek Monotonic
ἀναφαίνω: ποιητ. ἀμ-φαίνω· μέλ. -φᾰνῶ αλλά -φᾱνῶ, στον Ευρ.· αόρ. αʹ ἀνέφηνα ή -έφᾱνα·
I. 1. προσδίδω φως, φλογίζω, ξύλα, σε Ομήρ. Οδ.
2. φέρνω στο φως, καταδεικνύω, παρουσιάζω, σε Όμηρ., Αττ.· ἀν.μελέων νόμους, σε Αριστοφ.
3. ανακηρύσσω, αναγορεύω, βασιλέα ἀν. τινά, σε Πίνδ.· ἀν. πόλιν, τὴν ἀνακηρύσσω νικήτρια στους αγώνες, στον ίδ.· με απαρ., ἀναφανῶ σε τόδε ὀνομάζειν, ανακηρύσσω πως σε φωνάζουν μ' αυτό το όνομα, δηλ. διατάζω ότι θα ονομάζεσαι έτσι, σε Ευρ.
4. λέγεται για πράγματα, ορίζω, νόμους, σε Αριστοφ.
5. ἀναφάναντες τὴν Κύπρον, έχοντας ανοιχθεί, έρθει σε οπτική επαφή με την Κύπρο, σε Καινή Διαθήκη
II. Παθ., με μέλ. Μέσ., ἀναφᾰνήσομαι ή -φανοῦμαι, παρακ. ἀναπέφαμμαι, ή στο μέσο τύπο· -πέφηνα·
1. αποδεικνύομαι, έρχομαι στο φως ή σε θέα, παρουσιάζομαι απλά, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. επανεμφανίζομαι, σε Ηρόδ.
3. ἀναφανῆναι μούναρχος, ανακηρύχθηκε βασιλιάς, στον ίδ.· ἀναφαίνεσθαι σεσωσμένος, να βρίσκεται απλά σε ασφαλή κατάσταση, σε Ξεν.
Middle Liddell
I. to make to give light, make to blaze up, ξύλα Od.
2. to bring to light, show forth, display, Hom., Attic; ἀν. μελέων νόμους Ar.
3. to proclaim, declare, βασιλέα ἀν. τινά Pind.; ἀν. πόλιν to proclaim it victor in the games, Pind.:—c. inf., ἀναφανῶ σε τόδε ὀνομάζειν I proclaim that they call thee by this name, i. e. order that thou be so named, Eur.
4. of things, to appoint, νόμους Ar.
5. ἀναφάναντες τὴν Κύπρον having opened, come in sight of, Cyprus, NTest.
II. Pass., with fut. mid. ἀναφανήσομαι or -φανοῦμαι: perf. ἀναπέφαμμαι, or in mid. form -πέφηνα:— to be shown forth, come to light or into sight, appear plainly, Hom., etc.
2. to reappear, Hdt.
3. ἀναφανῆναι μούναρχος to be declared king, Hdt.; ἀναφαίνεσθαι σεσωσμένος to be plainly in safety, Xen.
Chinese
原文音譯:¢nafa⋯nw 安那-懷挪
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向上-顯出 相當於: (עָרַךְ)
字義溯源:顯出來,使顯出,望見;由(ἀνά)*=上,上到)與(φαίνω)=發光,照耀)組成,其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)。在( 路17:20)記載,法利賽人問主耶穌,神的國幾時來到。主耶穌回答說,神的國來到,不是眼所能見的( 路17:20)。當主耶穌末一次上耶路撒冷時,門徒又以為神的國快要顯出來(ἀναφαίνω); 路19:11);當主復活後,與門徒聚集時,他們仍有此願望,再問說,主阿,你復興以色列國,就在這時候嗎( 徒1:6)。
同義字:1) (ἀναφαίνω)顯出來 2) (ἀποκαλύπτω)啓示 3) (δηλόω)使其清楚 4) (ἐπιφαίνω)照耀 5) (ὀπτάνομαι)注視 6) (εἶδον / ὁράω)凝視,顯現 7) (φαίνω)發光,顯示 8) (φανερόω)使顯明
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 望見(1) 徒21:3;
2) 顯出來(1) 路19:11
Léxico de magia
en v. med.-pas. aparecer, mostrarse como acción de la divinidad κλῦθί μοι ... ὁ ἀναφανεὶς ἐν Πηλουσίῳ, ἐν Ἡλίου πόλει, κατέχων ῥάβδον σιδηρᾶν escúchame tú, el que apareció en Pelusion, en Heliópolis, sosteniendo un cetro de hierro P XXXVI 107 ὁ πρὸ τῶ<ν> ὅλων ἀναφανείς tú que apareciste antes de todas las cosas SM 87 1