ψυχοδότης: Difference between revisions

From LSJ
(47c)
(No difference)

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὁ, Α
ψυχοδοτήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αἱμο-δότης.