αιμόρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:26, 29 September 2017
Greek Monolingual
αἱμόρρυτος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο ρέει, στάζει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ῥυτὸς < ῥέω].
(1) |
(No difference)
|
αἱμόρρυτος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο ρέει, στάζει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ῥυτὸς < ῥέω].