δείσα: Difference between revisions
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(8) |
(No difference)
|
Revision as of 06:26, 29 September 2017
Greek Monolingual
δεῑσα, η (Α)
μούχλα, ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. gweidh-ia ή gweidh-sa με αναγωγή σε ρίζα gweid (h)- «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ. νορβ. kveisa «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. έδεισα που εμπεριέχει τη σημασία «φρίκη, κάτι που προκαλεί τρόμο» (πρβλ. κνίσα, άση)].