γυψωτής: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(big3_10)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[revocador]], <i>EM</i> 811.36G.
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[revocador]], <i>EM</i> 811.36G.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[γυψωτής]]) [[γυψώ]]<br />αυτός που επαλείφει με γύψο κάποια [[επιφάνεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κατεργάζεται τον γύψο.
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυψωτής Medium diacritics: γυψωτής Low diacritics: γυψωτής Capitals: ΓΥΨΩΤΗΣ
Transliteration A: gypsōtḗs Transliteration B: gypsōtēs Transliteration C: gypsotis Beta Code: guywth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A plasterer, EM811.36.

Greek (Liddell-Scott)

γυψωτής: -οῦ, ὁ, ὁ γύψῳ ἐπαλείφων, Ε. Μ. ἐν λ. χήρα.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ revocador, EM 811.36G.

Greek Monolingual

ο (Μ γυψωτής) γυψώ
αυτός που επαλείφει με γύψο κάποια επιφάνεια
νεοελλ.
αυτός που κατεργάζεται τον γύψο.