δαιταλεύς: Difference between revisions
Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast
(big3_10) |
(8) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δαιτᾰλεύς) -έως<br />[[comensal]], [[partícipe de un banquete]] ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς <i>Com.Adesp</i>.115, dud. en <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un banquete público δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9<br /><b class="num">•</b>Δαιταλεῖς tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120<br /><b class="num">•</b>fig. del águila que devoraba a Prometeo [[ἄκλητος]] ἕρπων δ. πανήμερος A.<i>Pr</i>.1024. | |dgtxt=(δαιτᾰλεύς) -έως<br />[[comensal]], [[partícipe de un banquete]] ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς <i>Com.Adesp</i>.115, dud. en <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un banquete público δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9<br /><b class="num">•</b>Δαιταλεῖς tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120<br /><b class="num">•</b>fig. del águila que devoraba a Prometeo [[ἄκλητος]] ἕρπων δ. πανήμερος A.<i>Pr</i>.1024. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δαιταλεύς]] (-έως), ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο [[συνδαιτυμόνας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκλητος]] [[δαιταλεύς]]» (για τον αϊτό που έτρωγε το [[συκώτι]] του Προμηθέως, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>Δαιταλῆς</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>ευς</i> που προήλθε από [[δαίς]] (-<i>τός</i>) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαιταλώμαι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 516] ὁ, der Schmauser, Aesch. Prom. 1024 vom Adler, der die Leber des Prometheus verzehrt. Vgl. Ath. VI, 270 a.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
convive.
Étymologie: δαίτη.
Spanish (DGE)
(δαιτᾰλεύς) -έως
comensal, partícipe de un banquete ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς Com.Adesp.115, dud. en IG 22.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un banquete público δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9
•Δαιταλεῖς tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120
•fig. del águila que devoraba a Prometeo ἄκλητος ἕρπων δ. πανήμερος A.Pr.1024.
Greek Monolingual
δαιταλεύς (-έως), ο (Α)
1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας
2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέως, Αισχ.)
3. Δαιταλῆς
τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -ευς που προήλθε από δαίς (-τός) + (επίθημα) -αλος (πρβλ. δαιταλώμαι)].