δεκάμυρον: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_21)
 
(8)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκάμυρον''': τό, [[μύρον]] συγκείμενον ἐκ [[δέκα]] οὐσιῶν, Ἀλεξ. Τραλλ. σ. 118.
|lstext='''δεκάμυρον''': τό, [[μύρον]] συγκείμενον ἐκ [[δέκα]] οὐσιῶν, Ἀλεξ. Τραλλ. σ. 118.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />n. de un [[ungüento]] medicinal, Orib. en Aët.12.62 (cód.), Marcell.Emp.35.24, Alex.Trall.2.303.23, Paul.Aeg.7.20.2, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[δεκάμυρον]], το (Α)<br />[[μύρο]] κατασκευασμένο από [[δέκα]] διαφορετικές ουσίες.
}}
}}

Latest revision as of 06:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

δεκάμυρον: τό, μύρον συγκείμενον ἐκ δέκα οὐσιῶν, Ἀλεξ. Τραλλ. σ. 118.

Spanish (DGE)

-ου, τό
n. de un ungüento medicinal, Orib. en Aët.12.62 (cód.), Marcell.Emp.35.24, Alex.Trall.2.303.23, Paul.Aeg.7.20.2, 3.

Greek Monolingual

δεκάμυρον, το (Α)
μύρο κατασκευασμένο από δέκα διαφορετικές ουσίες.