δάπτης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(big3_10)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[δεινός]] Hsch.
|dgtxt=[[δεινός]] Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[δάπτης]], θηλ. [[δάπτρια]] και [[δάπτειρα]], η) [[δάπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] κολεόπτερου της οικογένειας των καραβίδων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («[[δάπτρια]] νοῡσος»).
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάπτης Medium diacritics: δάπτης Low diacritics: δάπτης Capitals: ΔΑΠΤΗΣ
Transliteration A: dáptēs Transliteration B: daptēs Transliteration C: daptis Beta Code: da/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A eater, bloodsucker, δάπταις αἱμοπώταισιν, of gnats, Lyc.1403.

Greek (Liddell-Scott)

δάπτης: -ου, ὁ, ὁ κατατρώγων, τὸ αἷμα πίνων, δάπταις αἱμοπώτῃσιν, ἐπὶ τῶν κωνώπων, Λυκόφρ. 1403.

Spanish (DGE)

δεινός Hsch.

Greek Monolingual

ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) δάπτω
νεοελλ.
ονομασία κολεόπτερου της οικογένειας των καραβίδων
αρχ.
αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῡσος»).