διαχαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(big3_11)
(9)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. pas. aor. inf. διαχῆναι Euagr.Schol.<i>HE</i> 1.17]<br /><b class="num">1</b> [[abrirse]], [[agrietarse]] ἀρτίσκον Hp.<i>Steril</i>.216, ὁ στρογγύλος ὁ ὑποκάτω τοῦ ἄνθους Thphr.<i>HP</i> 7.13.2, ἡ οἰκοδομή, κἂν μικρὸν διαχάνῃ Chrys.M.61.73, ὥστε μὴ διαχαίνειν τὸ μεταξὺ τοῦ πρέμνου καὶ τοῦ κλήματος <i>Gp</i>.4.12.15<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med.-pas. (ὡς [[εἰπεῖν]]) διαχῆναι τὴν γῆν Euagr.Sch.l.c.<br /><b class="num">2</b> fig. [[abrirse]], [[dirigirse]] πρὸς τοῦτο (τὸ σῶμα) διαχαίνοντες Dam.<i>in Phd</i>.166.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. pas. aor. inf. διαχῆναι Euagr.Schol.<i>HE</i> 1.17]<br /><b class="num">1</b> [[abrirse]], [[agrietarse]] ἀρτίσκον Hp.<i>Steril</i>.216, ὁ στρογγύλος ὁ ὑποκάτω τοῦ ἄνθους Thphr.<i>HP</i> 7.13.2, ἡ οἰκοδομή, κἂν μικρὸν διαχάνῃ Chrys.M.61.73, ὥστε μὴ διαχαίνειν τὸ μεταξὺ τοῦ πρέμνου καὶ τοῦ κλήματος <i>Gp</i>.4.12.15<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med.-pas. (ὡς [[εἰπεῖν]]) διαχῆναι τὴν γῆν Euagr.Sch.l.c.<br /><b class="num">2</b> fig. [[abrirse]], [[dirigirse]] πρὸς τοῦτο (τὸ σῶμα) διαχαίνοντες Dam.<i>in Phd</i>.166.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαχαίνω]] (Α)<br />έχω ανοιχτό το [[στόμα]], [[χάσκω]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 613] aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.

Greek (Liddell-Scott)

διαχαίνω: διαχάσκω, λίαν χαίνω, Πλούτ. 2. 976Β, 980Β.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέχανον, pf. διακέχηνα;
s’entrouvrir.
Étymologie: διά, χαίνω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. pas. aor. inf. διαχῆναι Euagr.Schol.HE 1.17]
1 abrirse, agrietarse ἀρτίσκον Hp.Steril.216, ὁ στρογγύλος ὁ ὑποκάτω τοῦ ἄνθους Thphr.HP 7.13.2, ἡ οἰκοδομή, κἂν μικρὸν διαχάνῃ Chrys.M.61.73, ὥστε μὴ διαχαίνειν τὸ μεταξὺ τοῦ πρέμνου καὶ τοῦ κλήματος Gp.4.12.15
tb. en v. med.-pas. (ὡς εἰπεῖν) διαχῆναι τὴν γῆν Euagr.Sch.l.c.
2 fig. abrirse, dirigirse πρὸς τοῦτο (τὸ σῶμα) διαχαίνοντες Dam.in Phd.166.

Greek Monolingual

διαχαίνω (Α)
έχω ανοιχτό το στόμα, χάσκω.