διήθημα: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(big3_11)
(9)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[lo que resulta de filtrar]], [[filtrado]], [[decantación]] τὸ δ. τῆς εἰρημένης γῆς Sor. en Aët.16.71, δ. αἵματος dicho de la orina, Steph.<i>Ur</i>.1.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[lo que resulta de filtrar]], [[filtrado]], [[decantación]] τὸ δ. τῆς εἰρημένης γῆς Sor. en Aët.16.71, δ. αἵματος dicho de la orina, Steph.<i>Ur</i>.1.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[διήθημα]]) [[διηθώ]]<br />το [[προϊόν]] της διήθησης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> το καθαρό [[υγρό]] που λαμβάνεται [[μετά]] τη [[διήθηση]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διήθημα Medium diacritics: διήθημα Low diacritics: διήθημα Capitals: ΔΙΗΘΗΜΑ
Transliteration A: diḗthēma Transliteration B: diēthēma Transliteration C: diithima Beta Code: dih/qhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A product of sifting: δ. γῆς riddled earth, Sor.2.88; δ. αἵματος, of urine, Steph.Urin. 1.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lo que resulta de filtrar, filtrado, decantación τὸ δ. τῆς εἰρημένης γῆς Sor. en Aët.16.71, δ. αἵματος dicho de la orina, Steph.Ur.1.

Greek Monolingual

το (Α διήθημα) διηθώ
το προϊόν της διήθησης
νεοελλ.
χημ. το καθαρό υγρό που λαμβάνεται μετά τη διήθηση.