διάστροφος: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[torcido]], [[retorcido]], [[deforme]] gener. del cuerpo o sus miembros πάντα (πρόβατα καὶ ὑποζύγια καὶ ἄνθρωποι) ... διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα todos (ganado, caballerías y hombres) contrahechos, imposibilitados y paralíticos</i> al ser lapidados, Hdt.1.167, cf. Philostr.<i>VA</i> 3.7, μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι ἦσαν mi aspecto y mi mente estaban desfigurados</i> A.<i>Pr</i>.673, ἤφριζεν δ. ὅλος γενόμενος echaba espuma por la boca retorciéndose</i>, <i>A.Andr.Gr</i>.3.6, μέλη Gr.Nyss.M.46.140A, c. ac. de rel. δ. τὸ σῶμα Luc.<i>Ind</i>.7, (κύνες) διάστροφοι τοὺς πόδας Poll.5.62, c. prep. παιδία ... κατὰ τὸ σωμάτιον διάστροφα M.Ant.1.17<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διάστροφον [[lo torcido]] στάθμην ... ἣ τὸ σκολιὸν [[αὐτοῦ]] καὶ διάστροφον ἐκφανὲς ποιήσει Them.<i>Or</i>.21.247c, cf. Simp.<i>in Cael</i>.184.19.<br /><b class="num">2</b> ref. a los ojos y la mirada [[torcido]], [[bizco]] esp. como síntoma de locura de origen divino δ. ὀφθαλμός mirada extraviada</i> S.<i>Tr</i>.794, cf. E.<i>Ba</i>.1166, ἀφρὸν ἐξιεῖσα καὶ διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ' echando espuma y girando sus pupilas extraviadas</i> E.<i>Ba</i>.1122, cf. <i>HF</i> 868, tb. de la mente τόδ' ὄμμα καὶ φρένες διάστροφοι S.<i>Ai</i>.447<br /><b class="num">•</b>como defecto [[estrábico]], [[bizco]] (οἱ ὀφθαλμοί) διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς [[ἀλλήλους]] ὁρῶσι Luc.<i>DMeretr</i>.2.1, cf. Gr.Naz.M.36.441A, de pers., c. ac. de rel. δ. τοὺς ὀφθαλμούς Ath.339f, cf. Poll.4.149, Alex.Aphr.<i>in Sens</i>.20.13<br /><b class="num">•</b>subst. τό διάστροφον [[retorcimiento]], [[extravío]] τῆς ψυχῆς <i>AP</i> 11.412.3 (Antioch.).<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[equivocado]], [[erróneo]] [[δόξα]] S.E.<i>M</i>.7.209, de pers. Syrian.<i>in Metaph</i>.83.23<br /><b class="num">•</b>[[perverso]], [[corrupto]] ἑτεροδοξία Eus.<i>HE</i> 7.30.1, <i>E.Th</i>.1.18, νουθεσία Agathan.<i>V.Gr.Ill</i>.86, cf. Basil.<i>Ep</i>.130.1, 262.1, de pers., Chrys.M.64.665C, meton. ὦ τὸ ... στόμα διάστροφον Ath.Al.<i>Decr</i>.40.13.<br /><b class="num">2</b> ref. a la lengua [[distorsionado]], [[deformado]] ὀνόματα Luc.<i>Lex</i>.17, μηδέν ref. a lo que narra un hist., Luc.<i>Hist.Cons</i>.51.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[erróneamente]] ref. la lengua ὁ δ. λέγων «ὁ χελιδών» el que erróneamente dice «el golondrina»</i> S.E.<i>M</i>.1.152, διὰ τὸ δ. παρ' αὐτῷ κεῖσθαι por encontrarse en él con errores</i> desde el punto de vista textual, Epiph.Const.<i>Haer</i>.42.12 (p.182), cf. S.E.<i>M</i>.1.279, Eus.<i>E.Th</i>.3.1.1, Phlp.<i>in de An</i>.21.24<br /><b class="num">•</b>[[falsamente]], [[de modo tergiversado]] νοεῖν Pamph.Mon.<i>Solut</i>.6.55. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[torcido]], [[retorcido]], [[deforme]] gener. del cuerpo o sus miembros πάντα (πρόβατα καὶ ὑποζύγια καὶ ἄνθρωποι) ... διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα todos (ganado, caballerías y hombres) contrahechos, imposibilitados y paralíticos</i> al ser lapidados, Hdt.1.167, cf. Philostr.<i>VA</i> 3.7, μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι ἦσαν mi aspecto y mi mente estaban desfigurados</i> A.<i>Pr</i>.673, ἤφριζεν δ. ὅλος γενόμενος echaba espuma por la boca retorciéndose</i>, <i>A.Andr.Gr</i>.3.6, μέλη Gr.Nyss.M.46.140A, c. ac. de rel. δ. τὸ σῶμα Luc.<i>Ind</i>.7, (κύνες) διάστροφοι τοὺς πόδας Poll.5.62, c. prep. παιδία ... κατὰ τὸ σωμάτιον διάστροφα M.Ant.1.17<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διάστροφον [[lo torcido]] στάθμην ... ἣ τὸ σκολιὸν [[αὐτοῦ]] καὶ διάστροφον ἐκφανὲς ποιήσει Them.<i>Or</i>.21.247c, cf. Simp.<i>in Cael</i>.184.19.<br /><b class="num">2</b> ref. a los ojos y la mirada [[torcido]], [[bizco]] esp. como síntoma de locura de origen divino δ. ὀφθαλμός mirada extraviada</i> S.<i>Tr</i>.794, cf. E.<i>Ba</i>.1166, ἀφρὸν ἐξιεῖσα καὶ διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ' echando espuma y girando sus pupilas extraviadas</i> E.<i>Ba</i>.1122, cf. <i>HF</i> 868, tb. de la mente τόδ' ὄμμα καὶ φρένες διάστροφοι S.<i>Ai</i>.447<br /><b class="num">•</b>como defecto [[estrábico]], [[bizco]] (οἱ ὀφθαλμοί) διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς [[ἀλλήλους]] ὁρῶσι Luc.<i>DMeretr</i>.2.1, cf. Gr.Naz.M.36.441A, de pers., c. ac. de rel. δ. τοὺς ὀφθαλμούς Ath.339f, cf. Poll.4.149, Alex.Aphr.<i>in Sens</i>.20.13<br /><b class="num">•</b>subst. τό διάστροφον [[retorcimiento]], [[extravío]] τῆς ψυχῆς <i>AP</i> 11.412.3 (Antioch.).<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[equivocado]], [[erróneo]] [[δόξα]] S.E.<i>M</i>.7.209, de pers. Syrian.<i>in Metaph</i>.83.23<br /><b class="num">•</b>[[perverso]], [[corrupto]] ἑτεροδοξία Eus.<i>HE</i> 7.30.1, <i>E.Th</i>.1.18, νουθεσία Agathan.<i>V.Gr.Ill</i>.86, cf. Basil.<i>Ep</i>.130.1, 262.1, de pers., Chrys.M.64.665C, meton. ὦ τὸ ... στόμα διάστροφον Ath.Al.<i>Decr</i>.40.13.<br /><b class="num">2</b> ref. a la lengua [[distorsionado]], [[deformado]] ὀνόματα Luc.<i>Lex</i>.17, μηδέν ref. a lo que narra un hist., Luc.<i>Hist.Cons</i>.51.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[erróneamente]] ref. la lengua ὁ δ. λέγων «ὁ χελιδών» el que erróneamente dice «el golondrina»</i> S.E.<i>M</i>.1.152, διὰ τὸ δ. παρ' αὐτῷ κεῖσθαι por encontrarse en él con errores</i> desde el punto de vista textual, Epiph.Const.<i>Haer</i>.42.12 (p.182), cf. S.E.<i>M</i>.1.279, Eus.<i>E.Th</i>.3.1.1, Phlp.<i>in de An</i>.21.24<br /><b class="num">•</b>[[falsamente]], [[de modo tergiversado]] νοεῖν Pamph.Mon.<i>Solut</i>.6.55. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (AM [[διάστροφος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[διαστροφή]], διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος<br /><b>2.</b> διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φυσιολογική [[ανάπτυξη]] («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κακός]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλλήθωρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A twisted, distorted, δ. καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα Hdt.1.167; μορφὴ καὶ φρένες δ. A.Pr. 673, cf. S.Aj.447; ὀφθαλμός Id.Tr.794; δ. κόρας ἑλίσσουσ' E.Ba. 1122, cf. 1166 (lyr.); of a person, δ. τοὺς ὀφθαλμούς, τὸ σῶμα, Ath. 8.339f, Luc.Ind.7. Adv. -φως incorrectly, λέγειν S.E.M.1.152.
Greek (Liddell-Scott)
διάστροφος: ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· μορφή καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· ὀφθαλμός, κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, τό σῶμα Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est de travers, contrefait ; dont les yeux sont hagards ; égaré, hagard.
Étymologie: διαστρέφω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1torcido, retorcido, deforme gener. del cuerpo o sus miembros πάντα (πρόβατα καὶ ὑποζύγια καὶ ἄνθρωποι) ... διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα todos (ganado, caballerías y hombres) contrahechos, imposibilitados y paralíticos al ser lapidados, Hdt.1.167, cf. Philostr.VA 3.7, μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι ἦσαν mi aspecto y mi mente estaban desfigurados A.Pr.673, ἤφριζεν δ. ὅλος γενόμενος echaba espuma por la boca retorciéndose, A.Andr.Gr.3.6, μέλη Gr.Nyss.M.46.140A, c. ac. de rel. δ. τὸ σῶμα Luc.Ind.7, (κύνες) διάστροφοι τοὺς πόδας Poll.5.62, c. prep. παιδία ... κατὰ τὸ σωμάτιον διάστροφα M.Ant.1.17
•subst. τὸ διάστροφον lo torcido στάθμην ... ἣ τὸ σκολιὸν αὐτοῦ καὶ διάστροφον ἐκφανὲς ποιήσει Them.Or.21.247c, cf. Simp.in Cael.184.19.
2 ref. a los ojos y la mirada torcido, bizco esp. como síntoma de locura de origen divino δ. ὀφθαλμός mirada extraviada S.Tr.794, cf. E.Ba.1166, ἀφρὸν ἐξιεῖσα καὶ διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ' echando espuma y girando sus pupilas extraviadas E.Ba.1122, cf. HF 868, tb. de la mente τόδ' ὄμμα καὶ φρένες διάστροφοι S.Ai.447
•como defecto estrábico, bizco (οἱ ὀφθαλμοί) διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς ἀλλήλους ὁρῶσι Luc.DMeretr.2.1, cf. Gr.Naz.M.36.441A, de pers., c. ac. de rel. δ. τοὺς ὀφθαλμούς Ath.339f, cf. Poll.4.149, Alex.Aphr.in Sens.20.13
•subst. τό διάστροφον retorcimiento, extravío τῆς ψυχῆς AP 11.412.3 (Antioch.).
II fig.
1 equivocado, erróneo δόξα S.E.M.7.209, de pers. Syrian.in Metaph.83.23
•perverso, corrupto ἑτεροδοξία Eus.HE 7.30.1, E.Th.1.18, νουθεσία Agathan.V.Gr.Ill.86, cf. Basil.Ep.130.1, 262.1, de pers., Chrys.M.64.665C, meton. ὦ τὸ ... στόμα διάστροφον Ath.Al.Decr.40.13.
2 ref. a la lengua distorsionado, deformado ὀνόματα Luc.Lex.17, μηδέν ref. a lo que narra un hist., Luc.Hist.Cons.51.
III adv. -ως erróneamente ref. la lengua ὁ δ. λέγων «ὁ χελιδών» el que erróneamente dice «el golondrina» S.E.M.1.152, διὰ τὸ δ. παρ' αὐτῷ κεῖσθαι por encontrarse en él con errores desde el punto de vista textual, Epiph.Const.Haer.42.12 (p.182), cf. S.E.M.1.279, Eus.E.Th.3.1.1, Phlp.in de An.21.24
•falsamente, de modo tergiversado νοεῖν Pamph.Mon.Solut.6.55.
Greek Monolingual
-ο (AM διάστροφος)
1. αυτός που έχει υποστεί διαστροφή, διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος
2. διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό
3. αυτός που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)
νεοελλ.
κακός, μοχθηρός
αρχ.
αλλήθωρος.