Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διπλοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(9)
(No difference)

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο πρόσωπα, όψεις
2. διπρόσωπος, ανειλικρινής, άστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικό Γαλλικής Γλώσσης του Γρηγορ. Γ. Ζαλίκογλου].