διπλοπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(9) |
(No difference)
|
Revision as of 06:28, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο πρόσωπα, όψεις
2. διπρόσωπος, ανειλικρινής, άστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικό Γαλλικής Γλώσσης του Γρηγορ. Γ. Ζαλίκογλου].