δυσπαράγραφος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(big3_12) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de definir]] ἡ ποσότης Plb.16.12.10, ὁ τόπος de un tema de estudio, Plb.18.13.3<br /><b class="num">•</b>[[difícil de establecer con precisión]] τίσιν οὖν [[εἰκότως]] ἂν ἐπιφέροι τις τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ἔστι μὲν δυσπαράγραφον Plb.18.15.1<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[dificultad de determinar, de precisar]] el momento de la muerte, Phld.<i>Elect</i>.16.14. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de definir]] ἡ ποσότης Plb.16.12.10, ὁ τόπος de un tema de estudio, Plb.18.13.3<br /><b class="num">•</b>[[difícil de establecer con precisión]] τίσιν οὖν [[εἰκότως]] ἂν ἐπιφέροι τις τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ἔστι μὲν δυσπαράγραφον Plb.18.15.1<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[dificultad de determinar, de precisar]] el momento de la muerte, Phld.<i>Elect</i>.16.14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσπαράγραφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα προσδιορίζεται<br /><b>2.</b> (για τη ζωή) αυτός που δύσκολα τερματίζεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to define, ποσότης Plb.16.12.10; hard to state precisely, Id.18.15.1; hard to terminate, of life, Phld.Herc. 1251.16.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu begränzen, zu bestimmen; ἡ ποσότης Pol. 16, 12, 10; 17, 15, 1.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαράγρᾰφος: -ον, δυσκόλως ὁριζόμενος ἢ περιοριζόμενος, Πολύβ. 16. 12, 10, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de definir ἡ ποσότης Plb.16.12.10, ὁ τόπος de un tema de estudio, Plb.18.13.3
•difícil de establecer con precisión τίσιν οὖν εἰκότως ἂν ἐπιφέροι τις τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ἔστι μὲν δυσπαράγραφον Plb.18.15.1
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de determinar, de precisar el momento de la muerte, Phld.Elect.16.14.
Greek Monolingual
δυσπαράγραφος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα προσδιορίζεται
2. (για τη ζωή) αυτός που δύσκολα τερματίζεται.