ἐνδιήκω: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
(big3_14)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=fil. [[penetrar]], [[traspasar]], [[extenderse]] ref. propiedades y fenóm. elementales y naturales <θείας τινὰς δυνάμεις> ἐνδιήκειν τοῖς ὑλικοῖς στοιχείοις Xenocrates 213, πνεῦμα ... ἐνδιῆκον δι' ὅλου τοῦ κόσμου <i>Placit</i>.1.7.33, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E.<i>M</i>.8.41.
|dgtxt=fil. [[penetrar]], [[traspasar]], [[extenderse]] ref. propiedades y fenóm. elementales y naturales <θείας τινὰς δυνάμεις> ἐνδιήκειν τοῖς ὑλικοῖς στοιχείοις Xenocrates 213, πνεῦμα ... ἐνδιῆκον δι' ὅλου τοῦ κόσμου <i>Placit</i>.1.7.33, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E.<i>M</i>.8.41.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνδιήκω]] (Α)<br />εκτείνομαι [[ανάμεσα]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδιήκω Medium diacritics: ἐνδιήκω Low diacritics: ενδιήκω Capitals: ΕΝΔΙΗΚΩ
Transliteration A: endiḗkō Transliteration B: endiēkō Transliteration C: endiiko Beta Code: e)ndih/kw

English (LSJ)

   A pervade, as the essence pervades the individuals of a class, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E. M.8.41.

German (Pape)

[Seite 834] sich hindurch erstrecken, darin sein, gezt. Emp. adv. math. 8, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιήκω: διήκω ἔν τινι, εἰσχωρῶ, διέρχομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 41.

Spanish (DGE)

fil. penetrar, traspasar, extenderse ref. propiedades y fenóm. elementales y naturales <θείας τινὰς δυνάμεις> ἐνδιήκειν τοῖς ὑλικοῖς στοιχείοις Xenocrates 213, πνεῦμα ... ἐνδιῆκον δι' ὅλου τοῦ κόσμου Placit.1.7.33, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E.M.8.41.

Greek Monolingual

ἐνδιήκω (Α)
εκτείνομαι ανάμεσα.