ἐκβιβρώσκω: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[devorar]] ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.<i>Tr</i>.1054 (tm.), (ἔχιδνα) τὴν γαστέρα τῆς μητρός Horap.2.60, en v. pas. <i>Gp</i>.2.35.7, fig. ὁ φθόνος τὴν καρδίαν Chrys.M.61.708, tb. en v. pas. ἡ ... ἡμετέρα [[ἐντρέχεια]] ... ὑπὸ τῆς λεπτομεριμνίας Corn.<i>ND</i> 18, cf. Ph.1.236<br /><b class="num">•</b>[[roer]], [[carcomer]] en v. pas. [[διά]] τινα σηπεδόνα μεγάλην ἐκβρωθέν τι μέρος [[αὐτοῦ]] (<i>sc</i>. τοῦ χιτῶνος) Gal.3.534, πετρῶν αἰθαλωδῶν κατὰ τὴν χρόαν, ὡς ἂν ἐκβεβρωμένων ὑπὸ πυρός Str.5.4.8, cf. Sch.Theoc.1.40b. | |dgtxt=[[devorar]] ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.<i>Tr</i>.1054 (tm.), (ἔχιδνα) τὴν γαστέρα τῆς μητρός Horap.2.60, en v. pas. <i>Gp</i>.2.35.7, fig. ὁ φθόνος τὴν καρδίαν Chrys.M.61.708, tb. en v. pas. ἡ ... ἡμετέρα [[ἐντρέχεια]] ... ὑπὸ τῆς λεπτομεριμνίας Corn.<i>ND</i> 18, cf. Ph.1.236<br /><b class="num">•</b>[[roer]], [[carcomer]] en v. pas. [[διά]] τινα σηπεδόνα μεγάλην ἐκβρωθέν τι μέρος [[αὐτοῦ]] (<i>sc</i>. τοῦ χιτῶνος) Gal.3.534, πετρῶν αἰθαλωδῶν κατὰ τὴν χρόαν, ὡς ἂν ἐκβεβρωμένων ὑπὸ πυρός Str.5.4.8, cf. Sch.Theoc.1.40b. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκβιβρώσκω]] (Α)<br />[[κατατρώγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
A devour, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054 :— Pass., Gp.2.35.7 : metaph., Corn.ND18.
German (Pape)
[Seite 754] (s. βιβρώσκω), ausfressen, Sp. In tmesi Soph. Tr. 1043, ἐκ μὲν ἐσχάτας βἑβρωκε σάρκας.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβιβρώσκω: κατατρώγω, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας Σοφ. Τρ. 1053.
French (Bailly abrégé)
dévorer.
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
devorar ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054 (tm.), (ἔχιδνα) τὴν γαστέρα τῆς μητρός Horap.2.60, en v. pas. Gp.2.35.7, fig. ὁ φθόνος τὴν καρδίαν Chrys.M.61.708, tb. en v. pas. ἡ ... ἡμετέρα ἐντρέχεια ... ὑπὸ τῆς λεπτομεριμνίας Corn.ND 18, cf. Ph.1.236
•roer, carcomer en v. pas. διά τινα σηπεδόνα μεγάλην ἐκβρωθέν τι μέρος αὐτοῦ (sc. τοῦ χιτῶνος) Gal.3.534, πετρῶν αἰθαλωδῶν κατὰ τὴν χρόαν, ὡς ἂν ἐκβεβρωμένων ὑπὸ πυρός Str.5.4.8, cf. Sch.Theoc.1.40b.
Greek Monolingual
ἐκβιβρώσκω (Α)
κατατρώγω.