ψαυστός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(6_11) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψαυστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ, [[ψηλαφητός]], Ἡρῳδιαν. 1. 11. | |lstext='''ψαυστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ, [[ψηλαφητός]], Ἡρῳδιαν. 1. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψαύω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ψαύσει, να τον αγγίξει [[ελαφρά]] ή να τον χαϊδέψει ερωτικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A touched, ἄγαλμα οὐδὲ ψ. χειρὸς ἀνθρωπίνης, i. e. not made by mortal hand, Hdn.1.11.1.
German (Pape)
[Seite 1392] adj. verb. von ψαύω, berührt, zu berühren.
Greek (Liddell-Scott)
ψαυστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ, ψηλαφητός, Ἡρῳδιαν. 1. 11.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ψαύω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψαύσει, να τον αγγίξει ελαφρά ή να τον χαϊδέψει ερωτικά.