ὠμοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(6_15) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμοφόρος''': ὁ, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν ὤμων, Ἐπιφάν. 639D, 643Β, κ. ἀλλ. | |lstext='''ὠμοφόρος''': ὁ, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν ὤμων, Ἐπιφάν. 639D, 643Β, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μεταφορέας]], [[αχθοφόρος]] («τῶν τοῡ ὠμοφόρου ὤμων», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Ὠμοφόρος</i><br />(στον μανιχαϊσμό) αυτός που κρατά τη Γη στους ώμους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (ὦμος)
A porter, AJA42.56 (Tarsus, iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοφόρος: ὁ, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν ὤμων, Ἐπιφάν. 639D, 643Β, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. μεταφορέας, αχθοφόρος («τῶν τοῡ ὠμοφόρου ὤμων», Επιφάν.)
2. ως κύριο όν. ὁ Ὠμοφόρος
(στον μανιχαϊσμό) αυτός που κρατά τη Γη στους ώμους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -φόρος].