ωμόλινος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(47c)
(No difference)

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο / ὠμόλινος, -ον, ΝΑ
κατασκευασμένος από ακατέργαστο λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -λινος (< λίνον «λινάρι»), πρβλ. ἀκρό-λινος].