εξάμηνος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(12)
(No difference)

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξάμηνος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, ο εξαμηνιαίος
2. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε έξι μήνες («εξάμηνη συνδρομή»
«εξάμηνο περιοδικό»)
3. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τα (ε)ξάμηνα
το μνημόσυνο που γίνεται έξι μήνες μετά τον θάνατο
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εξάμηνο(ν)
η εξαμηνία, χρονικό διάστημα έξι μηνών
μσν.-αρχ.
(το ουδ. ως χρον. επίρρ.) ἑξάμηνον
επί έξι μήνες
αρχ.
1. αυτός που έχει ηλικία έξι μηνών
2. το αρσ. ως ουσ. ἑξάμηνος (χρόνος)
εξαμηνία, χρονικό διάστημα έξι μηνών
επίσης το θηλ. ἑξάμηνος (ώρη) (Ηρόδ.).