ἐξαγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[exportable]] fig. τὸ καθ' ἑαυτὸν ἐξαγώγιμον ὑμῖν ... ἐποίησε Lycurg.26, cf. Lib.<i>Decl</i>.18.12, 20.34<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἐξαγώγιμα [[las exportaciones]] op. τὰ εἰσαγώγιμα Arist.<i>Oec</i>.1345<sup>b</sup>21, Theo <i>Prog</i>.125.8.<br /><b class="num">2</b> [[que se puede divulgar]] Sud.s.u. ἀπόρρητα.<br /><b class="num">II</b> [[que saca]], [[que desagua]], [[que drena]] c. gen. obj. αἱ ... ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[exportable]] fig. τὸ καθ' ἑαυτὸν ἐξαγώγιμον ὑμῖν ... ἐποίησε Lycurg.26, cf. Lib.<i>Decl</i>.18.12, 20.34<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἐξαγώγιμα [[las exportaciones]] op. τὰ εἰσαγώγιμα Arist.<i>Oec</i>.1345<sup>b</sup>21, Theo <i>Prog</i>.125.8.<br /><b class="num">2</b> [[que se puede divulgar]] Sud.s.u. ἀπόρρητα.<br /><b class="num">II</b> [[que saca]], [[que desagua]], [[que drena]] c. gen. obj. αἱ ... ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαγώγιμος]], -ον) [[εξαγωγή]]<br />(για εμπορεύματα) ο [[κατάλληλος]] για [[εξαγωγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λαό) αυτός που μεταναστεύει [[συχνά]]<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[εξαγωγή]] («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ἐξαγώγιμα</i><br />τα εξαγόμενα προϊόντα.
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαγώγιμος Medium diacritics: ἐξαγώγιμος Low diacritics: εξαγώγιμος Capitals: ΕΞΑΓΩΓΙΜΟΣ
Transliteration A: exagṓgimos Transliteration B: exagōgimos Transliteration C: eksagogimos Beta Code: e)cagw/gimos

English (LSJ)

ον,

   A exportable, ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Lycurg.26; τὰ ἐξαγώγιμα exports, Arist. Oec. 1345b21.    2 unsettled, migratory, of people, v.l. for εἰσ-, E.Fr.360.10.    II for drawing off water, αἱ ἐ. τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.

German (Pape)

[Seite 862] 1) ausführend, ableitend, αἱ ἐξ. τῶν ὑδάτων τάφροι D. Hal. 4, 44. – 2) auszuführen, Lycurg. 26; bes. von Waaren, die ausgeführt werden, Arist. Oec. 2, 1 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγώγῐμος: -ον, ὁ ἐξαγόμενος, ὃν δύναταί τις νὰ ἐξαγάγῃ εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Λυκοῦργ. 151. 18· τὰ ἐξαγώγιμα, τὰ ἐξαγόμενα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 3. 2) ἀνήσυχος, ἄστατος, ἐπὶ λαοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 10. ΙΙ. ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐξαγωγὴν πράγματός τινος, αἱ ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι Διον. Ἁλ. 4. 44.

Spanish (DGE)

-ον
I 1exportable fig. τὸ καθ' ἑαυτὸν ἐξαγώγιμον ὑμῖν ... ἐποίησε Lycurg.26, cf. Lib.Decl.18.12, 20.34
subst. τὰ ἐξαγώγιμα las exportaciones op. τὰ εἰσαγώγιμα Arist.Oec.1345b21, Theo Prog.125.8.
2 que se puede divulgar Sud.s.u. ἀπόρρητα.
II que saca, que desagua, que drena c. gen. obj. αἱ ... ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐξαγώγιμος, -ον) εξαγωγή
(για εμπορεύματα) ο κατάλληλος για εξαγωγή
αρχ.
1. (για λαό) αυτός που μεταναστεύει συχνά
2. ο χρήσιμος για εξαγωγή («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.)
3. (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαγώγιμα
τα εξαγόμενα προϊόντα.