αγλαόκοιτος: Difference between revisions

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀγλαόκοιτος, -ον (Μ)
κατά το λεξικό Σούδα, «ὁ πάνυ τίμιος», ο υπερβολικά τίμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κοῖτος.