δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
ἀγλαόκοιτος, -ον (Μ)κατά το λεξικό Σούδα, «ὁ πάνυ τίμιος», ο υπερβολικά τίμιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κοῖτος.