Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγλαόκοιτος

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217

Greek Monolingual

ἀγλαόκοιτος, -ον (Μ)
κατά το λεξικό Σούδα, «ὁ πάνυ τίμιος», ο υπερβολικά τίμιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + κοῖτος.