εξημερώνω: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
(12) |
(No difference)
|
Revision as of 06:32, 29 September 2017
Greek Monolingual
(AM ἐξημερῶ, -όω) ημερώ
μετατρέπω κάτι ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῑαν»)
2. εκπολιτίζω («ἔτι μᾱλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», Πλάτ.)
3. καταπραΰνω.