Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαίτησις: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_8)
(12)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαίτησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπαιτεῖν, [[τέκνον]] ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃς Ἑβδ. (Σειράχ. Μ΄, 28, 30), Ὠριγέν. ΙΙΙ. 1413C. Παρὰ Διον. Ἁλ. ἐν Τέχνῃ Ρητ. 13, σ. 362· 9 ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως φαίνεται [[ἀσαφής]]· [[ἴσως]] νὰ σημαίνῃ αἴτησιν, ἀλλὰ πιθανὸν νὰ [[εἶναι]] τὸ [[χωρίον]] ἐφθαρμένον.
|lstext='''ἐπαίτησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπαιτεῖν, [[τέκνον]] ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃς Ἑβδ. (Σειράχ. Μ΄, 28, 30), Ὠριγέν. ΙΙΙ. 1413C. Παρὰ Διον. Ἁλ. ἐν Τέχνῃ Ρητ. 13, σ. 362· 9 ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως φαίνεται [[ἀσαφής]]· [[ἴσως]] νὰ σημαίνῃ αἴτησιν, ἀλλὰ πιθανὸν νὰ [[εἶναι]] τὸ [[χωρίον]] ἐφθαρμένον.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαίτησις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[επαιτεία]]<br /><b>2.</b> [[αίτηση]], [[αίτημα]].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 896] ἡ, das Fordern, Betteln, Sp., wie D. Hal. rhet. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπαιτεῖν, τέκνον ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃς Ἑβδ. (Σειράχ. Μ΄, 28, 30), Ὠριγέν. ΙΙΙ. 1413C. Παρὰ Διον. Ἁλ. ἐν Τέχνῃ Ρητ. 13, σ. 362· 9 ἡ σημασία τῆς λέξεως φαίνεται ἀσαφής· ἴσως νὰ σημαίνῃ αἴτησιν, ἀλλὰ πιθανὸν νὰ εἶναι τὸ χωρίον ἐφθαρμένον.

Greek Monolingual

ἐπαίτησις, η (Α)
1. επαιτεία
2. αίτηση, αίτημα.