ἐπιτηδευτός: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(6_10) |
(14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτηδευτός''': -ή, -όν, ἐπιτετηδευμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φυσικός]], Συνέσ. 63C. | |lstext='''ἐπιτηδευτός''': -ή, -όν, ἐπιτετηδευμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φυσικός]], Συνέσ. 63C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιτηδευτός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που γίνεται με [[επιτήδευση]], με υπερβολική [[ακριβολογία]], [[επιτηδευμένος]], [[προσποιητός]], [[πλαστός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτηδευτῶς</i> ή <i>ἐπιτηδεύτως</i> (Α)<br />με επιτηδευμένο, εξεζητημένο τρόπο, με [[επιτήδευση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A artificial, counterfeit, Sch.Il.5.831.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτηδευτός: -ή, -όν, ἐπιτετηδευμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φυσικός, Συνέσ. 63C.
Greek Monolingual
ἐπιτηδευτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που γίνεται με επιτήδευση, με υπερβολική ακριβολογία, επιτηδευμένος, προσποιητός, πλαστός.
επίρρ...
ἐπιτηδευτῶς ή ἐπιτηδεύτως (Α)
με επιτηδευμένο, εξεζητημένο τρόπο, με επιτήδευση.