ἐπόψιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />visible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]].
|btext=ος, ον :<br />visible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπόψιμος]], -ον (Α) [[έποψη]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει [[κανείς]] («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» — [[κάτι]] τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει [[κανείς]] με τα μάτια του, <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπόψιμος Medium diacritics: ἐπόψιμος Low diacritics: επόψιμος Capitals: ΕΠΟΨΙΜΟΣ
Transliteration A: epópsimos Transliteration B: epopsimos Transliteration C: epopsimos Beta Code: e)po/yimos

English (LSJ)

ον, (ἐπόψομαι)

   A that can be looked on, δεινόν, οὐδ' ἀκουστόν, οὐδ' ἐ. S.OT1312.

German (Pape)

[Seite 1012] anzusehen, dessen Anblick zu ertragen ist, Soph. O. R. 1288.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπόψιμος: -ον, (ἐπόψομαι), ὃν δύναταί τις ἢ «βαστᾷ ἡ καρδιά του» νὰ ἴδῃ, δεινόν, οὐδ’ ἀκουστόν, οὐδ’ ἐπόψιμον Σοφ. Ο. Τ. 1312.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
visible.
Étymologie: ἐπόψομαι.

Greek Monolingual

ἐπόψιμος, -ον (Α) έποψη
εκείνος τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει κανείς («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» — κάτι τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει κανείς με τα μάτια του, Σοφ.).